Ιστορίες
Le plus viel arbre du monde a 1650 ans. Et il se trouve à Madagascar.
Au pays des baobabs-citernes, Gaëlle Legenne-Paris Match
Gaëlle Legenne, Paris Match
Dans le sud de Madagascar, oubliés par la pluie sept mois par an, les villageois passent une alliance avec leurs plus beaux arbres.
« Je vais te blesser, te creuser… Pardon si nous faisons cela, mais nous devons le faire pour une cause noble : celle de l’avenir de nos enfants. Ils vont survivre grâce à toi. » A quelques centaines de mètres d’Ampotaka, Adolph implore la miséricorde d’un des géants de plus de 300 ans qui tendent leurs branches noueuses vers le ciel, comme s’ils communiquaient avec lui.
Sur ce plateau calcaire et subdésertique du sud-ouest de Madagascar, au sol aride et rocailleux, les pluies ne tombent que quelques fois par an, de décembre à avril. A peine 400 millimètres les années fastes. Et la saison sèche dure plus de sept mois. Il n’y a ni rivière ni lac, et les nappes souterraines sont très rares. Alors, la nature et les hommes ont mis en place de redoutables stratégies, uniques au monde.
Quatre cent soixante-quinze habitants dépendent des 300 baobabs du seul village d’Ampotaka, le bourg à la lisière duquel, en 1996, le photographe Pascal Maitre a croisé la route des « creuseurs » : « J’étais sur une piste, j’ai vu des hommes remplir ces arbres géants avec des seaux pleins du peu de pluie tombée la veille. En juin 2019, j’y suis retourné pour y rester dix jours. Et tenter de comprendre. Ils m’ont expliqué que le baobab était le seul arbre au monde qu’il était possible de creuser sans le faire pourrir. Et que l’eau qui y était stockée en ressortait limpide. Ils creusent à partir de mi-juin, durant dix jours entiers. Et n’y touchent plus pendant six mois. Alors, l’arbre “cicatrise”. Son tronc, spongieux, se régénère et la nouvelle écorce qui se forme à l’intérieur peut servir de citerne naturelle. C’est unique dans la nature. Le baobab est bien l’arbre de vie qui protège les hommes et l’écosystème. »
Chaque famille possède son baobab, attribué selon des règles strictes et suivant les décisions du conseil des sages. Les plus imposants, véritables totems, peuvent contenir jusqu’à 14 000 litres d’eau. Qu’ils disparaissent, et c’est la catastrophe. Or, avec le changement climatique, les sécheresses plus longues, il meurt de plus en plus de baobabs. Ceux de Madagascar sont inscrits sur la liste rouge de l’Union internationale pour la conservation de la nature, au titre des précieuses espèces végétales menacées. Adolph, le président du comité de base des creuseurs d’Ampotaka, explique à Pascal Maitre : « Il y a moins de gros spécimens. Certaines années, nous ne pouvons pas les creuser. Ce sont de plus jeunes arbres, d’à peine 250 ans, qui continuent de nous offrir leur ventre. Ils contiennent 7 000 à 9 000 litres d’eau », de quoi subvenir aux besoins d’une famille de 10 personnes pendant trois mois.
Lorsqu’il n’y a plus de réserves d’eau, on fait dix-huit heures de voyage en charrette jusqu’à un village
Restent les neuf autres mois… Alors, il faut recourir au système D : pour boire, les habitants utilisent l’eau dégorgée de différentes plantes ; pour la cuisson, l’eau des pastèques sauvages et des ignames ; pour nourrir le bétail, celle des cactus. On ne lave pas les enfants plus d’une fois par mois. Et lorsqu’il n’y a plus de réserves, on fait dix-huit heures de voyage en charrette jusqu’à un village, où les bidons de 20 litres valent 25 centimes. Une fortune amassée grâce à la vente du bétail, de manioc ou de maïs aux voyageurs de passage. Pourtant, l’eau des bidons n’a rien à voir avec celle des baobabs. Elle n’est pas toujours très claire, parfois contaminée.
Aujourd’hui, à quelques centaines de kilomètres, dans le Grand Sud, un pipeline d’approvisionnement en eau va bientôt être posé. Grâce à plusieurs partenariats et à l’Unicef, 180 kilomètres de tuyaux permettront à 40 000 personnes d’avoir accès à l’eau potable. Rien de tel à Ampotaka. « Il y a quelques années, des tests de carottage ont été effectués jusqu’à 120 mètres. Ça n’a rien donné, pas une source n’a été trouvée », raconte Pascal Maitre.
Près de 47 % des enfants ont un retard de croissance à cause du manque d’accès à l’eau
Luc Herrouin, spécialiste de l’eau et de l’assainissement pour l’Unicef, reconnaît que la situation est catastrophique en pays Mahafaly. Pourtant, il garde espoir : « Des études géologiques ont été faites. Il y a très peu d’eaux souterraines, c’est vrai, mais elles existent ! On manque de financement. Cette région est comme oubliée du monde. Près de 47 % des enfants ont un retard de croissance à cause du manque d’accès à l’eau. On a besoin d’une mobilisation de la communauté internationale. »
Alors, à Ampotaka, on n’est pas près d’arrêter de creuser les baobabs. Lorsque Pascal Maitre a demandé à Kizoty, 8 ans, petit joueur de foot, quel était son rêve pour l’avenir, il n’a pas parlé de jouer en professionnel ou d’avoir des chaussures. Il a simplement répondu : « Pouvoir boire autant d’eau que j’en ai envie… »
Dance des hauts plateaux – OPERA BAKOMANGA 1
Dance des hauts plateaux – OPERA BAKOMANGA 2
www.madagascar.gr/wp-content/uploads/2023/02/OPERA-BAKOMANGA-1.mp4
Γιώργος Λιούνης: Οι Έλληνες της διασποράς μπορούν να φέρουν την ανάπτυξη, αρκεί να δοθούν κίνητρα…
Συνάντηση της “ΜτΚ” με τον πιο πετυχημένο αρχιτέκτονα της Μαδαγασκάρης…
Του Νίκου Ασλανίδη
Η Μαδαγασκάρη είναι ένα μεγάλο νησί στον Ινδικό ωκεανό, τέσσερις φορές μεγαλύτερο από την Ελλάδα. Έχει τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα από κάθε άλλη γωνιά του πλανήτη, γι’ αυτό εντυπωσιάζει κάθε επισκέπτη. Είχα την τύχη να το διαπιστώσω και εγώ όταν την επισκέφτηκα για πρώτη φορά πριν από εννιά χρόνια. Μόλις έφτασα στην πρωτεύουσα της χώρας, στο Ανταναναρίβο, είδα στο κέντρο της πόλης το μοναδικό ουρανοξύστη βαμμένο με τα χρώματα της ελληνικής σημαίας!
– Έλληνας έχτισε αυτό τον ουρανοξύστη; Ρώτησα τον ντόπιο ξεναγό μας.
– Πώς το κατάλαβες;
– Είμαι σε θέση να ξεχωρίζω τα χρώματα της ελληνικής σημαίας, του είπα και γελάσαμε όλοι μαζί…
Ο ουρανοξύστης στο Ανταναναρίβο, βαμμένος με τα χρώματα της ελληνικής σημαίας!
Όπως μου εξήγησε ο ξεναγός, Έλληνας ήταν ο ιδιοκτήτης του ουρανοξύστη, Έλληνας ήταν και ο αρχιτέκτονας που τον σχεδίασε. Τον παρακάλεσα να κλείσει ραντεβού και να τους πάρουμε συνέντευξη.
Βρήκε τον ιδιοκτήτη, τον Παναγιώτη Ταλούμη και τον παρουσίασα στην εκπομπή «Αληθινά Σενάρια» της ΕΤ3. Έφυγε σε ηλικία 14 χρόνων από την Αρκαδία για να βοηθήσει τον θείο του που είχε ένα μικρό καφεκοπτείο στο Ανταναναρίβο και έφτασε σήμερα να έχει δεκάδες επιχειρήσεις, με περισσότερους από 3.000 εργαζόμενους…
Τον Έλληνα αρχιτέκτονα δεν τον γνώρισα τότε γιατί απουσίαζε στο εξωτερικό. Μου είπαν ότι είναι ο πιο πετυχημένος αρχιτέκτονας της Μαδαγασκάρης και διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά γραφεία που αναλαμβάνει μεγάλα έργα σε όλη τη χώρα.
Πριν από λίγες βδομάδες είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω. Πήγα στη Μαδαγασκάρη για δεύτερη φορά. Στο Ανταναναρίβο πλέον υπήρχαν πολλοί ουρανοξύστες. Τα αυτοκίνητα πολλαπλασιάστηκαν αλλά οι δρόμοι παρέμειναν ίδιοι, με αποτέλεσμα να επικρατεί παντού κυκλοφοριακό κομφούζιο. Για να διασχίσουμε την πόλη κάναμε πέντε ώρες, χωρίς υπερβολή.
Οι χιλιάδες άνθρωποι από τη μία, που στήνουν στα πεζοδρόμια την πραμάτεια τους και οι χιλιάδες καταναλωτές από την άλλη που περπατούν στη μέση του δρόμου, δημιουργούν το αδιαχώρητο. Αγανακτήσαμε και αποφασίσαμε από την πρώτη κιόλας μέρα να μην κυκλοφορούμε σε ώρες αιχμής.
Τα ξυπόλητα παιδιά με τα κουρελιασμένα ρούχα που τρέχουν πίσω από τα αυτοκίνητα για να ζητιανέψουν, φανερώνουν την τραγική κατάσταση που βιώνει η πλειοψηφία των κατοίκων. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, το 40% των κατοίκων είναι αναλφάβητοι, το 50% δεν έχει πρόσβαση σε δίκτυο ύδρευσης και μόλις το 15% έχει ηλεκτρικό ρεύμα. Το μεροκάματο ενός εργάτη είναι λιγότερο από ένα ευρώ. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης η Ορθόδοξη Μητρόπολη Μαδαγασκάρης έχει δημιουργήσει ιεραποστολικό κέντρο και προσπαθεί να βοηθήσει τον πληθυσμό με συσσίτια, διανομή ρούχων και τροφίμων, με τη δημιουργία σχολείων, ορφανοτροφείων, ιατρείων κ.ά.
Η Μαδαγασκάρη έχει 25.000.000 πληθυσμό, αλλά οι Έλληνες δεν ξεπερνούν τους 100. Συναντήσαμε τον αρχιτέκτονα Γιώργο Λιούνη, στα καινούργια γραφεία της εταιρείας του, σε ένα πολυώροφο κτίριο με υπέροχη θέα τη λίμνη του Ανταναναρίβο.
Μια ομάδα νέων αρχιτεκτόνων δούλευε τα σχέδια ενός τεράστιου ξενοδοχειακού συγκροτήματος κάπου στα δυτικά παραλία της χώρας. Σε λίγο εμφανίστηκε μια άλλη ομάδα υπαλλήλων που μόλις τελείωσε το διάλειμμά της.
Είχαν πάει στο ισόγειο του κτιρίου όπου υπήρχε το κυλικείο με πισίνα, σάουνα και γυμναστήριο που είναι δωρεάν για όλους τους εργαζόμενους. Εάν μπορούσες να κάνεις delete την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στους δρόμους, θα πίστευες ότι βρίσκεσαι στο πολυδιαφημιζόμενο εργασιακό περιβάλλον της Google…
Όπως μας εξήγησε ο κ. Λιούνης, οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στο νησί τα τέλη του 19ου αιώνα, ακολουθώντας το γαλλικό στρατό που κατέλαβε τη Μαδαγασκάρη.
«Ένας ξάδελφος του παππού μου ήταν ανάμεσα σε αυτούς» λέει ο Έλληνας αρχιτέκτονας και συνεχίζει: «Οι Γάλλοι είχαν πάρει Έλληνες από την Αίγυπτο, το Σουδάν και την Αιθιοπία για την τροφοδοσία των 18.000 στρατιωτών που αποβιβάστηκαν στη Ματζούγκα.
Κάνανε πάνω από ένα χρόνο για να ανοίξουν δρόμους και να κουβαλήσουν τα κανόνια τους στο Ανταναναρίβο. Μετά τον πόλεμο που κράτησε ενάμιση χρόνο, οι Γάλλοι είπαν στους Έλληνες εάν θέλουν να μείνουν και να ασχοληθούν με το εμπόριο. Ο ξάδελφος του παππού μου, έμεινε και έκανε ξενοδοχεία. Τότε κάλεσε και τον παππού μου να έρθει και αυτός στη Μαδαγασκάρη. Έτσι ο παππούς μου έφτασε εδώ το 1904».
– Με τι ασχολήθηκε ο παππούς σου;
Κι αυτός ασχολήθηκε αρχικά με ξενοδοχεία και στη συνέχεια άνοιξε και αλλά δέκα μαγαζιά. Εδώ γεννήθηκε ο πατέρας μου και το 1918 ο παππούς μου αποφάσισε να γυρίσει οικογενειακώς πίσω στην Ελλάδα. Έδωσε όλες τις επιχειρήσεις του σε Έλληνες χωρίς να πάρει δραχμή, με την προϋπόθεση ότι κάθε μήνα θα του έστελναν ένα ποσό.
Δυστυχώς όμως δεν του έδωσαν τίποτα και ο παππούς μου, μετά από μερικά χρόνια, έστειλε τον πατέρα μου να δει τι γίνεται. Όταν ήρθε ο πατέρας μου κατάφερε να πάρει πίσω μόνο δυο μαγαζιά και άρχισε να τα δουλεύει.
Παράλληλα πήρε τη γαλλική υπηκοότητα και άνοιξε ένα τουριστικό πρακτορείο. Το 1950 γνώρισε τη μητέρα μου σε ένα ταξίδι στην Αθήνα και παντρεύτηκαν. Ένα χρόνο μετά γεννήθηκα εγώ…
Την εποχή εκείνη στη Μαδαγασκάρη ήταν πολύ ωραία. Εδώ στην πρωτεύουσα είχε ωραία πάρκα, μεγάλους δρόμους, γραφικά σπίτια. Ήμασταν περίπου 400 Έλληνες. Είχαμε φέρει έναν ιερέα από την Ελλάδα ο οποίος μας βάφτισε και μας έκανε δυο φορές τη βδομάδα Ελληνικά. Έτσι μάθαμε την ελληνική ιστορία, θρησκευτικά και μπορούσαμε να γράφουμε και να διαβάζουμε…
– Εσείς πότε πήγατε στην Ελλάδα;
Ο πατέρας μου ήθελε να γνωρίζουμε για την Ελλάδα και μας πήγαινε τακτικά. Θυμάμαι όταν ήμουν δέκα χρονών και πήγα για τρίτη φορά στην Ελλάδα, ο πατέρας μου με πήγε στην Ακρόπολη. Μου είπε: «Βλέπεις όλους αυτούς τους τουρίστες, Γιαπωνέζους, Γάλλους , Αμερικανούς; Όλοι τους ήρθαν να θαυμάσουν το έργο δυο σπουδαίων αρχιτεκτόνων. Του Καλλικράτη και του Ικτίνου. Αυτοί οι δυο πέρασαν στην αθανασία με αυτό το έργο τους…». Αυτές οι λέξεις με σημάδεψαν.
Μόλις γυρίσαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου με ρώτησε εάν μου άρεσε η Ακρόπολη και της είπα ότι ενθουσιάστηκα και αποφάσισα να γίνω αρχιτέκτονας. Την άλλη μέρα η γιαγιά μου μού αγόρασε τουβλάκια Lego και μου είπε ότι για να γίνω αρχιτέκτονας έπρεπε να χτίζω κάθε μέρα και ένα σπιτάκι… Όταν γύρισα στη Μαδαγασκάρη είπα σε όλους το όνειρό μου, αλλά ο πατέρας μου ήθελε να αναλάβω τις επιχειρήσεις του και με έβαλε να σπουδάσω οικονομικά…
– Τελικά, πώς γίνατε αρχιτέκτονας;
Σπούδασα στο Παρίσι οικονομικά επί δυο χρόνια αλλά τελικά έκανα την επανάστασή μου. Είπα στον πατέρα μου ότι δεν μπορώ να εγκαταλείψω το όνειρό μου και γράφτηκα στην αρχιτεκτονική. Ήμουν πολύ ενθουσιασμένος και είχα παρασύρει πολλούς συμφοιτητές μου στην τρέλα μου.
Πηγαίναμε ταξίδια στην Ελλάδα και ζωγραφίζαμε επί μέρες τις αρχαιότητες… Όταν τελείωσα τις σπουδές μου άνοιξα γραφείο στη Μασσαλία και έμεινα εκεί, γιατί από το 1972 έφυγε ο γαλλικός στρατός από τη Μαδαγασκάρη και η χώρα στράφηκε προς τους Σοβιετικούς.
Οι περισσότεροι ξένοι έφυγαν αλλά ο πατέρας μου έμεινε γιατί είχε το τουριστικό γραφείο που πήγαινε πολύ καλά. Το 1983 όμως πέθανε ο πατέρας μου και ήρθα να τακτοποιήσω τα κληρονομικά.
Πούλησα ό,τι είχε αλλά δεν μπόρεσα να πουλήσω το πρακτορείο. Οι εργαζόμενοι με παρακάλεσαν να το κρατήσω για να συνεχίσουν να εργάζονται και εγώ θα μπορούσα να ταξιδεύω δωρεάν ως ιδιοκτήτης του πρακτορείου. Έτσι και έγινε. Στο μεταξύ στη Μασσαλία με την κυβέρνηση Μιτεράν η φορολογία στο αρχιτεκτονικό μου γραφείο είχε φτάσει πολύ ψηλά, ενώ στη Μαδαγασκάρη ήταν χαμηλά και άρχισαν να γίνονται ξένες επενδύσεις. Επέστρεψα λοιπόν και άρχισα να ασχολούμαι με μεγάλα έργα.
– Έτσι προέκυψε και ο πύργος του κ. Ταλούμη;
Ναι. Μέχρι τότε στο Ανταναναρίβο υπήρχαν μόνο χαμηλά κτίρια. Το πιο ψηλό κτίριο ήταν το ξενοδοχείο Χίλτον. Πρότεινα λοιπόν να κάνουμε το πιο ψηλό κτίριο και ο κ. Ταλούμης το δέχτηκε. Σήμερα στο κτίριο αυτό εκτός από τα γραφεία του, βρίσκονται πολλές πρεσβείες και τα γραφεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά από αυτό ήρθαν κι αλλά μεγάλα έργα και σήμερα σχεδιάζουμε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες που χτίζονται με ξένα κεφαλαία.
– Ποιοι επενδύουν σήμερα στη Μαδαγασκάρη;
Έχουν έρθει Κινέζοι που επενδύουν στον τουρισμό. Επίσης τα τελευταία χρόνια έχουν έρθει Ινδοί και επιχειρηματίες από τη Νότια Αφρική. Βλέπουν ότι ο Άγιος Μαυρίκιος που είναι ένα μικρό νησάκι έχει 1,5 εκατομμύριο τουρίστες και λένε «γιατί να μην επενδύσουμε στη Μαδαγασκάρη που είναι ένα τεράστιο νησί με πολύ φτηνότερες τιμές και καταπληκτικές παραλίες;».
– Και στην Ελλάδα έχουμε καταπληκτικές παραλίες. Γιατί δεν επενδύουν εύκολα ξένοι επενδυτές;
Για να επενδύσουν πρέπει να υπάρξουν κάποια κίνητρα και σταθερότητα. Πρέπει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη. Εμείς που είμαστε από έξω βλέπουμε ότι μπορούν να έρθουν οι επενδυτές και ειδικά όσοι έχουμε ελληνική καταγωγή για να στηρίξουμε την Ελλάδα, αλλά να δοθούν κάποια κίνητρα.
Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να πουν ότι για πέντε χρόνια θα υπάρχει μια πιο χαμηλή φορολογία σε όσους θα φέρουν κεφαλαία από το εξωτερικό. Θα μπορούσαν να πουν ότι όσοι φέρουν χρήματα από το εξωτερικό σε ελληνικές τράπεζες θα έχουν μεγαλύτερο επιτόκιο.
Έτσι θα έπειθαν τους επενδυτές να έρθουν στην Ελλάδα και να δημιουργήσουν ανάπτυξη. Ειδικά στους Έλληνες του εξωτερικού πρέπει το υπουργείο Εξωτερικών να κάνει ένα άνοιγμα και να τους ενημερώσει για τις ευκαιρίες που υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολλοί Έλληνες στη Νότια Αφρική που θέλουν να φύγουν από τη χώρα και ψάχνουν να επενδύσουν αλλού τα χρήματά τους. Γιατί να μην έρθουν στην Ελλάδα;
Εδώ στη Μαδαγασκάρη -που είναι μια υποανάπτυκτη χώρα- και δίνουν κίνητρα στους ξένους επενδυτές. Γιατί να μην κάνει το ίδιο και η Ελλάδα; Ειδικά στους Έλληνες επενδυτές που ζουν στο εξωτερικό. Στην Αυστραλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά. Ας μην ξεχνάμε ότι σήμερα όσοι ζουν στην Ελλάδα είναι λιγότεροι από τους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό. Όλοι αυτοί θα μπορούσαν να βοηθήσουν να ξεπεραστεί η οικονομική κρίση.
– Έχετε ζήσει ελάχιστα στην Ελλάδα αλλά φαίνεται ότι την αγαπάτε πάρα πολύ…
Όταν με ρωτάνε εδώ στη Μαδαγασκάρη από πού είμαι, λέω ότι είμαι μιγάς… Μου λένε πως δεν φαίνομαι για μιγάς και τους λέω ότι η μάνα μου είναι Αθηναία και ο πατέρας μου Σπαρτιάτης…
Ξέρετε εμείς στο εξωτερικό πονάμε περισσότερο για την Ελλάδα. Έχουμε κλάψει για την Ελλάδα πολλές φορές. Υπάρχουν πολλοί που έχουν ελληνική καταγωγή αλλά δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα. Θέλουν να έρθουν στην Ελλάδα και δεν μπορούν, αν και οι γονείς τους ήταν Έλληνες.
Αυτά τα προβλήματα πρέπει να τα δει το υπουργείο Εξωτερικών. Πήγα μια φορά στην Αθήνα με μια συνάδελφο που ο παππούς της ήταν Έλληνας αλλά γεννήθηκε εδώ και δεν είχε επισκεφθεί ούτε μια φορά την Ελλάδα… Όταν η εγγονή του επέστρεψε, του έφερε δώρο μια μικρή ελληνική σημαία. Όταν του την έδωσε έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε όλη την ημέρα και ας μην είχε πάει ποτέ στην Ελλάδα… Τα παιδιά αυτών των Ελλήνων δεν δικαιούνται την ελληνική υπηκοότητα;
*Δημοσιεύθηκε στη “ΜτΚ” στις 11 Αυγούστου 2019
Au pays des baobabs-citernes, Gaëlle Legenne-Paris Match
Au pays des baobabs-citernes
Gaëlle Legenne, Paris Match
https://www.parismatch.com/Actu/Environnement/Au-pays-des-baobabs-citernes-1640593
Dans le sud de Madagascar, oubliés par la pluie sept mois par an, les villageois passent une alliance avec leurs plus beaux arbres.
« Je vais te blesser, te creuser… Pardon si nous faisons cela, mais nous devons le faire pour une cause noble : celle de l’avenir de nos enfants. Ils vont survivre grâce à toi. » A quelques centaines de mètres d’Ampotaka, Adolph implore la miséricorde d’un des géants de plus de 300 ans qui tendent leurs branches noueuses vers le ciel, comme s’ils communiquaient avec lui.
Sur ce plateau calcaire et subdésertique du sud-ouest de Madagascar, au sol aride et rocailleux, les pluies ne tombent que quelques fois par an, de décembre à avril. A peine 400 millimètres les années fastes. Et la saison sèche dure plus de sept mois. Il n’y a ni rivière ni lac, et les nappes souterraines sont très rares. Alors, la nature et les hommes ont mis en place de redoutables stratégies, uniques au monde.
Quatre cent soixante-quinze habitants dépendent des 300 baobabs du seul village d’Ampotaka, le bourg à la lisière duquel, en 1996, le photographe Pascal Maitre a croisé la route des « creuseurs » : « J’étais sur une piste, j’ai vu des hommes remplir ces arbres géants avec des seaux pleins du peu de pluie tombée la veille. En juin 2019, j’y suis retourné pour y rester dix jours. Et tenter de comprendre. Ils m’ont expliqué que le baobab était le seul arbre au monde qu’il était possible de creuser sans le faire pourrir. Et que l’eau qui y était stockée en ressortait limpide. Ils creusent à partir de mi-juin, durant dix jours entiers. Et n’y touchent plus pendant six mois. Alors, l’arbre “cicatrise”. Son tronc, spongieux, se régénère et la nouvelle écorce qui se forme à l’intérieur peut servir de citerne naturelle. C’est unique dans la nature. Le baobab est bien l’arbre de vie qui protège les hommes et l’écosystème. »
Chaque famille possède son baobab, attribué selon des règles strictes et suivant les décisions du conseil des sages. Les plus imposants, véritables totems, peuvent contenir jusqu’à 14 000 litres d’eau. Qu’ils disparaissent, et c’est la catastrophe. Or, avec le changement climatique, les sécheresses plus longues, il meurt de plus en plus de baobabs. Ceux de Madagascar sont inscrits sur la liste rouge de l’Union internationale pour la conservation de la nature, au titre des précieuses espèces végétales menacées. Adolph, le président du comité de base des creuseurs d’Ampotaka, explique à Pascal Maitre : « Il y a moins de gros spécimens. Certaines années, nous ne pouvons pas les creuser. Ce sont de plus jeunes arbres, d’à peine 250 ans, qui continuent de nous offrir leur ventre. Ils contiennent 7 000 à 9 000 litres d’eau », de quoi subvenir aux besoins d’une famille de 10 personnes pendant trois mois.
Lorsqu’il n’y a plus de réserves d’eau, on fait dix-huit heures de voyage en charrette jusqu’à un village
Restent les neuf autres mois… Alors, il faut recourir au système D : pour boire, les habitants utilisent l’eau dégorgée de différentes plantes ; pour la cuisson, l’eau des pastèques sauvages et des ignames ; pour nourrir le bétail, celle des cactus. On ne lave pas les enfants plus d’une fois par mois. Et lorsqu’il n’y a plus de réserves, on fait dix-huit heures de voyage en charrette jusqu’à un village, où les bidons de 20 litres valent 25 centimes. Une fortune amassée grâce à la vente du bétail, de manioc ou de maïs aux voyageurs de passage. Pourtant, l’eau des bidons n’a rien à voir avec celle des baobabs. Elle n’est pas toujours très claire, parfois contaminée.
Aujourd’hui, à quelques centaines de kilomètres, dans le Grand Sud, un pipeline d’approvisionnement en eau va bientôt être posé. Grâce à plusieurs partenariats et à l’Unicef, 180 kilomètres de tuyaux permettront à 40 000 personnes d’avoir accès à l’eau potable. Rien de tel à Ampotaka. « Il y a quelques années, des tests de carottage ont été effectués jusqu’à 120 mètres. Ça n’a rien donné, pas une source n’a été trouvée », raconte Pascal Maitre.
Près de 47 % des enfants ont un retard de croissance à cause du manque d’accès à l’eau
Luc Herrouin, spécialiste de l’eau et de l’assainissement pour l’Unicef, reconnaît que la situation est catastrophique en pays Mahafaly. Pourtant, il garde espoir : « Des études géologiques ont été faites. Il y a très peu d’eaux souterraines, c’est vrai, mais elles existent ! On manque de financement. Cette région est comme oubliée du monde. Près de 47 % des enfants ont un retard de croissance à cause du manque d’accès à l’eau. On a besoin d’une mobilisation de la communauté internationale. »
Alors, à Ampotaka, on n’est pas près d’arrêter de creuser les baobabs. Lorsque Pascal Maitre a demandé à Kizoty, 8 ans, petit joueur de foot, quel était son rêve pour l’avenir, il n’a pas parlé de jouer en professionnel ou d’avoir des chaussures. Il a simplement répondu : « Pouvoir boire autant d’eau que j’en ai envie… »
Mouse lemurs may provide insight into human behaviour and well-being
Mouse lemurs may provide insight into human behaviour and well-being
June 26, 2017 by Michael Collins
Mouse lemurs, a primate by classification, may provide insight into human behaviour and well-being. Credit: University of Toronto
Something to Google today: mouse lemurs.
They weigh only about 50g and have big brown eyes. You may think you’re looking at a very cute rodent. You’re not.
Despite their name, mouse lemurs are actually primates – and our evolutionary relatives.
“We share a few key features with mouse lemurs like bigger that average brains, similar hands and skeletal structure, and certain visual traits,” says Malcolm Ramsay. “That’s where it ends though. Lemurs, all 100-plus species of them, are incredibly unique and diverse.”
A University of Toronto anthropology PhD student, Ramsay is studying mouse lemurs in Ankarafantsika National Park in Madagascar. He began his PhD in 2016, under the supervision of Shawn Lehman, an associate professor in the department of anthropology in the Faculty of Arts & Science.
Ramsay is assisted in his research by Andriamahery Razafindrakoto, a student from the University of Antananarvio in Madagascar, and Jean Bosco (Jhonny) Kenedy, a guide in the Ankarafantsika National Park who has been teaching him Malagasy, the national language of Madagasgar.
“Jhonny knows more about the environment of the park and the ecology of the lemurs than anyone I have met,” said Ramsay.
Credit: University of Toronto
A typical day for Ramsay and his team begins before sunrise. They capture, measure, sample and release lemurs, enter data and reset their traps before turning in for the night.
“Usually it’s the mosquitoes that drive me to bed, but tonight we found a scorpion under the dinner table so everyone went to bed early,” says Ramsay.
Ramsay says that, as a primatologist, he thinks it’s important to study all primates, not just the ones that resemble humans.
“Anthropologists typically study primates such as chimpanzees and ask what makes us uniquely human, but studying lemurs allows us to ask and answer broader questions such as what makes us a primate,” says Ramsay.
“Lemurs have evolved independently from other primates on Madagascar for millions of years and thus have strange traits like nocturnality, seasonal breeding, and female dominance,” he says.
The most important reason to study lemurs though, is they are among the most endangered mammals on earth and rapidly heading towards extinction.
“Humans only arrived on Madagascar in the last few thousand years, and since then many large animals like hippos, giant birds, and at least 15 species of lemurs have gone extinct,” says Ramsay. “The remaining lemurs are mostly endangered and living in rapidly disappearing forests.”
Ramsay says the problem is exacerbated by the fact that Madagascar is one of the poorest countries on Earth and plagued by food insecurity. In this context, it can be challenging to justify saving lemurs when humans need help as well.
However, “By studying the conservation of lemurs we can also find solutions that improve human well-being,” he says. “Many primates, including lemurs, are vital for spreading seeds across forests allowing for new tree growth. A healthy forest has primates and also provides services to people, such as food, water and shelter.
“It is nice to imagine pristine forests with bountiful animals, but that is not the reality on earth. Even in the most ‘remote’ places, humans are having positive and negative impacts on animals. It is important to understand these impacts in order to inform conservation initiatives rather than simply making assumptions.”
While working on his master’s degree, Ramsay looked at the impact of roads: specifically whether or not the mouse lemurs are crossing a national highway in Ankarafantisika National Park. After three months of capturing and recapturing the lemurs he found that while they were crossing the highway, but it was a complicated picture.
“Only the male mouse lemurs were crossing the highway, despite the fact that both male and females need to leave the group they are born into and disperse across new areas,” says Ramsay.
“We also didn’t find any of the typical signs of habitat disturbance – such as lowered body weight which we’d expect to find if there is difficulty finding food.
“So our results on the impacts of roads were varied.”
“Given that we could not clearly say either that roads are good or bad for the mouse lemurs, I think one of the main take-aways from our research is that is shows how complex conservation science can be and we need to learn more about what is actually going on here.”
Mouse lemur could serve as ideal model for primate biology and human disease
Mouse lemur could serve as ideal model for primate biology and human disease
June 7, 2017
The mouse lemur—the world’s smallest primate—has the potential to transform the field of genetics and serve as an ideal model for a wide range of primate biology, behavior and medicine, including cardiovascular disease and Alzheimer’s disease, Stanford University School of Medicine researchers say.
For decades, scientists have relied on mice, fruit flies and worms as genetic models, but despite all their success, these organisms routinely fail to mimic many aspects of primate biology, including many human diseases, said Mark Krasnow, MD, PhD, professor of biochemistry.
Frustrated by the lack of a good study model, Krasnow and his colleagues turned to the MOUSE lemur and began conducting detailed physiologic and genetic studies on hundreds of these petite, docile creatures in the rainforests of Madagascar.
Working in a Stanford-funded lab on the island country, the scientists report that they already have identified more than 20 individual lemurs with unique genetic traits, including obesity, high cholesterol, high blood sugar, cardiac arrhythmias, progressive eye disease and motor and personality disorders. Their hope is that continued study of these abundant primates could lead to a better understanding, and possibly better treatments, of these and other conditions in lemurs and humans.
‘Huge potential’
“I think mouse lemurs have great potential for our understanding of primate biology, behavior and conservation, in the same way that fruit flies and mice over the last 30 or 40 years have transformed our understanding of developmental biology and many other areas of biology and medicine,” Krasnow said. “Some of the most fascinating and important questions that need to be answered are primate-specific. For those, we really need something besides humans to complement the work that has been done in fruit flies and mice.”
A paper describing the researchers’ findings will be published online June 9 in Genetics. Krasnow is the senior author. Lead authorship is shared by graduate student Camille Ezran and postdoctoral scholar Caitlin Karanewsky.
The project began in 2009 when Krasnow, frustrated by the lack of a good animal model for lung disease—his area of expertise—commissioned three high school interns to search the animal world for something better. By the end of the summer, the interns had come up with the mouse lemur, which fits all the necessary criteria: Like mice, these animals are small (about twice the size of a mouse), develop quickly, reproduce rapidly, produce many offspring, and are inexpensive and easy to maintain and manage. In genetic terms, the mouse lemur is about midway between humans and mice, Krasnow said.
“When I talk to scientists, their faces light up when I tell them about mouse lemurs because they are about the size of a mouse but they are primates, so that makes a huge difference,” said Ezran, who was one of the high school interns. “I think they really do present such great potential for biological, behavioral and medical research in general.”
Early on in the project, Krasnow sought out the perspective of Stanford veterinarians, ultimately recruiting Megan Albertelli, DVM, PhD, assistant professor of comparative medicine. A geneticist and primate specialist, Albertelli said she was initially skeptical of the idea of lemurs as animal models, but soon became enthusiastic after realizing their enormous potential for contributions in understanding neurologic problems, eye disease and other conditions where mouse models have fallen short.
Trip to France
She accompanied the group on a trip to France to visit with scientists who had been studying lemurs in the laboratory for years. A French team had found that some aging lemurs develop a form of dementia and accumulate plaques in the brain that resemble those of Alzheimer’s patients.
“I saw that they were promising models for Alzheimer’s disease,” Albertelli said. “Alzheimer’s is a condition that is hard to model in other animal species, so that was very exciting.”
Mouse lemurs live exclusively on Madagascar, where they are found in great abundance. Tens of millions of them populate the island. While lemurs generally are endangered due to habitat destruction, mouse lemurs are not under threat and freely roam the island, said Ezran, who calls them the “rodents of Madagascar.”
The Stanford researchers began to develop collaborations with other scientists studying lemurs, including those at the Centre ValBio near the Ranomafana National Park in Madagascar, who have been examining lemur ecology, family structure and behavior for decades.
During periodic visits to the island, Krasnow and his colleagues learned how to catch brown mouse lemurs in the rainforest just outside the research station, using a tiny banana slice inside a trap as a lure. The scientists then tagged and photographed each animal, gave them a thorough physical examination, analyzed them for behavioral issues and abnormalities and removed a drop of blood for detailed genetic and serum studies. The animals then were released back into the wild so the researchers could follow them over time to see how their environments may influence their progress and health. In 2013, Stanford built a sophisticated molecular biology and genetics lab within the ValBio complex, where these studies could be carried out.
‘Distinctive personalities’
Lemurs have distinctive personalities, Krasnow said, and the researchers gave each one a name, based on his or her looks or behavior. For instance, one was named Feisty for his unusually aggressive nature; most lemurs are docile.
The work has led to a whole new way of doing GENETIC STUDIES, said Krasnow, who is also a Howard Hughes Medical Institute investigator. Instead of using the traditional method of introducing genetic mutations into mice to create “knockout” mice—or animals with customized genes—they found they were able to find naturally occurring variants among animals in the wild. Moreover, in working with lemurs in their native habitats, the researchers could better understand how the animals interact with their surroundings and the relationship between genes and the environment.
“Instead of introducing mutations in mice or fruit flies, we are doing something much more similar to what is done in humans,” he said. “We are looking at all the wonderful genetic variation already existing in nature, since there are so many millions of mouse lemurs out there. We calculate that most ‘knockout’ mutations are already present in nature, and all we have to do is find them. And because the cost of sequencing a genome is rapidly dropping, it’s now possible to sequence the genomes of thousands ofMOUSE LEMURS to see what mutations they are carrying.”
In doing so, the researchers could accomplish in a few years for a tiny fraction of the cost what the International Knockout Mouse Consortium will accomplish in 10 years, at a cost of nearly $1 billion, he said.
But the project could use some additional staff, as the process of capturing the animals and screening them in the laboratory is labor-intensive, he said. He and his colleagues have come up with a multipurpose solution that will contribute to the local educational system while helping preserve the lemur populations in Madagascar, whose habitats are threatened by farming, mining and logging interests, he said.
Help from students
The group is developing a science curriculum for use in Malagasy high schools in which students learn about biology by exploring the rich environment right outside their school houses. Among the instructors is Manu Prakash, PhD, assistant professor of bioengineering at Stanford and a pioneer in the field of “frugal science,” who has brought his powerful $1 paper microscopes to Madagascar and taught students how to explore the microscopic world in which they live, including the lice in their hair, the pathogens in their water and the disease-causing parasites in their environment. The curriculum was first introduced among university students, some of whom now are screening lemurs at the Stanford lab in Madagascar.
“We saw this as an opportunity because we are going over there to study the unique animals and biology and ecology of Madagascar, which is unsurpassed in the world,” Krasnow said. “It is the No. 1 hotspot for biodiversity, but most of the students don’t realize what they have in their backyards because they are being taught from textbooks and from teachers who have learned from Europeans.”
He said the researchers hope to expand scientific curricula at all levels of education, helping train the Malagasy scientists of the future and build scientific capacity in the country, all the while creating an appreciation among the local population of the need to understand and preserve lemurs and other species for the future.
“We are trying to do this in a way that is respectful and will help the lemurs and the people of Madagascar, while enlightening many aspects of primate biology and human disease,” he said.
The researchers plan to make the genetic sequencing and phenotyping information they obtain from the lemurs publicly available so that researchers around the world can take advantage of this trove of knowledge, Albertelli said.
HTTPS://PHYS.ORG/NEWS/2017-06-MOUSE-LEMUR-IDEAL-PRIMATE-BIOLOGY.HTML